σκληροκεφαλιά

σκληροκεφαλιά
η
ξεροκεφαλιά, ισχυρογνωμοσύνη: Τα'παθε από τη σκληροκεφαλιά του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκληροκεφαλιά — η, Ν [σκληροκέφαλος] ισχυρογνωμοσύνη, πείσμα, ξεροκεφαλιά …   Dictionary of Greek

  • χοντροκεφαλιά — η 1. νωθρότητα του νου. 2. ισχυρογνωμοσύνη, σκληροκεφαλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”